θηρολετῶ

θηρολετῶ
θηρολετέω
destroy wild beasts
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
θηρολετέω
destroy wild beasts
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θηρολετώ — θηρολετῶ, έω (Μ) καταστρέφω θηρία, σκοτώνω άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρόλετος ή < θηρολέτης] …   Dictionary of Greek

  • θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”